- μονοούσιος
- μονοούσιος, -ον (ΑΜ)1. αυτός που έχει μόνο μία ουσία, απλός2. μοναδικός στο είδος του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ούσιος (< ουσία), πρβλ. ομο-ούσιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
ՄԻԱԳՈՅ — (ի, ից.) NBH 2 0263 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 13c ա. μονοούσιος solus, sive unicus in suo genere եւ ἑνούσιος substantialis vel innatus. Միաբուն գոյութեամբ կամ գոյացութեամբ. միաձոյլ. միատարր. միակ. միական. *Անկարօտ է այլում հուր,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԻԱՆՁՆ — (ձին, ձունք, ձանց.) NBH 2 0270 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c ա.գ. μοναχός, μονάζων monachus. Միայնակեաց. անապատաւոր, կամ կրօնաւոր վանական. *Նախասկիզբն միանձանց. Շար.: *Ո՛վ եկեղեցիք միանձանց, եւ աշակերտութիւնք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)